Σύμφωνα με ανακοινώσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας την 20η Οκτωβρίου 2020 και αναπαρήχθησαν ευρέως από τα κυπριακά μέσα, το Επαρχιακό Δικαστήριο (ΕΔ) Κερύνειας καταψήφισε (Αριθμ. Αγωγής 4/2016) εις βάρος της Τουρκίας και υπέρ δικαιούχων (εσωτερικά εκτοπισθέντων προσώπων) ποσό εξ € 72.423.772, πλέον νομίμων τόκων, ένεκα στέρησης της απόλαυσης αστικής περιουσίας μέχρι και το έτος 2014. Παρά τα όσα μπορούν να ειπωθούν για τη σημασία μιας τέτοιας απόφασης από τη σκοπιά της νομικής πολεμικής (lawfare) εναντίον της κατέχουσας δύναμης, από την οπτική του διεθνούς και του ενωσιακού δικαίου τίθεται μια σειρά ζητημάτων που η επίμαχη ειδησεογραφία, αλλά και η ίδια η απόφαση, δε φαίνεται να απαντούν.
Η Τουρκία, καίτοι κατέχουσα δύναμη του 1/3 της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας, σύμφωνα με το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο, εξακολουθεί να παραμένει κυρίαρχο κράτος, απολαμβάνει δε κατά το εθιμικό διεθνές δίκαιο του προνομίου της δικαιοδοτικής ασυλίας. Ως δικαιοδοτική ασυλία αναφέρεται εκείνη η προνομία (privilege) που το εθιμικό και συμβατικό διεθνές δίκαιο αναγνωρίζει υπέρ των κυρίαρχων κρατών και των επιμέρους οργάνων, αρχών και υπηρεσιών τους, προς αποφυγή της υπαγωγής τους στη δικαιοδοτική εμβέλεια των δικαστικών και λοιπών συναφών εσωτερικών αρχών ενός τρίτου κράτους. Η προνομία αυτή έχει αρνητικό περιεχόμενο, υπό την έννοια της αποφυγής άσκησης δικαιοδοσίας (υποχρέωση αποχής), αλλά και θετικό, δεδομένου ότι οι κυβερνητικές αρχές κάθε κράτους υποχρεούνται να λαμβάνουν τα προσήκοντα μέτρα με σκοπό τη διασφάλιση του σεβασμού και της εφαρμογής αυτής εκ μέρους κάθε οργάνου και αρχής η οποία βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο και τη δικαιοδοσία τους (υποχρέωση ενέργειας).
Αν και η Κυπριακή Δημοκρατία με τον Ν. 6/1976 [o περί Ευρωπαϊκής Συμβάσεως περί Κρατικού Προνομίου Ετεροδικίας Κυρωτικός Νόμος, Ε.Ε. Παρ. Ι, Αριθμ. 1257/20-2-1976] έχει κυρώσει τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπη για την Κρατική Ετεροδικία, εκείνη δεν εφαρμόζεται έναντι της Τουρκίας, καθώς δε μετέχει στον συμβατικό κύκλο. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Κρατική Ασυλία, που υιοθετήθηκε στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης και συχνά αναφέρεται ως «Σύμβαση της Βασιλείας», παρά τη συγκρατημένη αισιοδοξία που δημιούργησε στους κύκλους της επιστήμης κατά την υιοθέτησή της εν έτει 1972, έχει μάλλον παράξει μηδαμινά αποτελέσματα, ενώ ο συμβατικός της κύκλος παραμένει εξαιρετικά στενός (μόλις οκτώ κράτη έχουν επικυρώσει τη Σύμβαση: Αυστρία, Βέλγιο, Κύπρος, Γερμανία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες, Ελβετία και Ηνωμένο Βασίλειο· η Πορτογαλία υπέγραψε, αλλά ουδέποτε επικύρωσε). Επομένως, στην επίμαχη υπόθεση η κάμψη της δικαιοδοτικής ασυλίας της Τουρκίας θα έπρεπε να κριθεί κατ’ αποκλειστικότητα με επίκληση του εθιμικού διεθνούς δικαίου.
Μελετώντας το κείμενο της απόφασης του ΕΔ Κερύνειας, προκύπτει η παντελής παράβλεψη του επίμαχου αυτού ζητήματος της δικαιοδοτικής ασυλίας. Συγκεκριμένα, για να γίνει δεκτή η υπαγωγή της Τουρκίας στη δικαστική δικαιοδοσία (jurisdiction to adjudicate) ενός τρίτου κράτους, εν προκειμένω της Κυπριακής Δημοκρατίας, θα πρέπει είτε η ίδια να έχει συναινέσει (πράγμα απίθανο, καθώς δεν αναγνωρίζει την υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας) είτε να συντρέχει κάποια εκ των θεμιτών περιπτώσεων κάμψης της δικαιοδοτικής ασυλίας, όπως εκείνες καθορίζονται από το εθιμικό διεθνές δίκαιο. Από το σώμα της επίμαχης δικαστικής κρίσης, φαίνεται ότι η εναγωγή ενός αλλοδαπού κράτους ενώπιον του ΕΔ Κερύνειας αντιμετωπίστηκε ως ζήτημα τοπικής αρμοδιότητας. Ειδικότερα, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι τα επίδικα ακίνητα των εναγόντων ευρίσκονται εντός των ορίων της περιφερείας αρμοδιότητάς του, ενώ η μη άσκηση αποτελεσματικού ελέγχου εκ μέρους της Δημοκρατίας επί της εδαφικής αυτής περιοχής (κατεχόμενη Κερύνεια), δεν αναιρεί τη δικαιοδοσία εκδίκασης ενδίκων βοηθημάτων σχετικά με κείμενες στην κατεχόμενη ζώνη περιουσίες.
Στην παρούσα περίπτωση, είναι αναντίλεκτο ότι η προσβολή των δικαιωμάτων απόλαυσης της αστικής περιουσίας των εναγόντων έχει χωρήσει κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, συνεπεία της παράνομης εισβολής και κατοχής τμήματος της κυπριακής επικράτειας εκ μέρους των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, με την αρωγή και παραστρατιωτικών μονάδων και λοιπών ενόπλων ατάκτων. Επίσης, δεν τίθεται εν αμφιβόλω ότι τα δικαστήρια της Δημοκρατίας διατηρούν το δικαίωμα έννομης προστασίας των προσώπων που διαφυλάττουν περιουσιακά δικαιώματα στις κατεχόμενες περιοχές. Εν τούτοις, εκείνο το οποίο δεν είναι ξεκάθαρο (και το σκεπτικό της απόφασης, δυστυχώς, αγνοεί παντελώς) είναι εάν –στην παρούσα φάση εξέλιξης του διεθνούς δικαίου– η υποκείμενη ουσιαστική παρανομία (παραβίαση του jus ad bellum και κατάχρηση των εξουσιών της κατέχουσας δύναμης υπό το jus in bello) επηρεάζει τη δικονομική αντιμετώπιση του προνομίου της δικαιοδοτικής ασυλίας.
Σε μια ιδιαίτερα σημαντική για την εν γένει εξέλιξη του δικαίου της ετεροδικίας απόφασή του επί της υπόθεσης των Δικαιοδοτικών Ασυλιών Κράτους (Γερμανία κατά Ιταλίας: Ελλάδα παρεμβαίνουσα), το Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης ήδη εκ του έτους 2012 έχει τάμει τη σχετική διχογνωμία, προκρίνοντας μια αυστηρή διάκριση μεταξύ ουσίας και διαδικασίας. Ειδικότερα, σύμφωνα με την άποψη του Δικαστηρίου, η παραβίαση ουσιαστικών κανόνων, ακόμη και επιτακτικού διεθνούς δικαίου (jus cogens), συνιστά ζήτημα ουσίας, το οποίο πρέπει να εξετάζεται σε ένα δικονομικά ύστερο στάδιο, εφόσον το επιληφθέν δικαιοδοτικό όργανο έχει διαπιστώσει ότι –σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθιμικό και συμβατικό δίκαιο− έχει διεθνή δικαιοδοσία προκειμένου να κρίνει τις εγειρόμενες απαιτήσεις κατά αλλοδαπού Δημοσίου. Η δικαιοδοσία αυτή συντρέχει εάν και μόνον εάν προηγηθεί η κάμψη του προνομίου της δικαιοδοτικής ασυλίας, όπως λ.χ. συμβαίνει όταν οι πράξεις από τις οποίες προέκυψε η διαφορά έχουν εμπορικό/διαχειριστικό χαρακτήρα (acta jure gestionis) ή όταν έχει εγκύρως χορηγηθεί η συναίνεση του ενδιαφερόμενου κράτους προς υπαγωγή στη δικαιοδότηση, είτε άμεσα και ρητά είτε έμμεσα, όπως λ.χ. θα συνέβαινε στην περίπτωση που το εναγόμενο αλλοδαπό Δημόσιο μετέχει κανονικά στην ένδικη διαδικασία, χωρίς να εγείρει προδικαστικές ενστάσεις περί έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας.
Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι ο γράφων έχει πολλάκις κατακρίνει την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου και την αυστηρή προσήλωση στη διάκριση δικονομικών και ουσιαστικών κανόνων, όταν το διακύβευμα έγκειται στη διασφάλιση του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη θυμάτων διεθνών ποινικών αδικημάτων ή άλλων ουσιωδών παραβιάσεων των θεμελιωδέστερων κανόνων της διεθνούς δικαιοταξίας. Ωστόσο, αυτές ακριβώς οι βαρύνουσες περιστάσεις, καθιστούν αναγκαία την παραγωγή διεθνο-νομικά σημαντικής κρατικής πρακτικής, ιδίως υπό τη μορφή δικαστικών αποφάσεων, επιλέγοντας μια δογματικά συνεπή και τεκμηριωμένη θέση. Εξάλλου, υπό το κράτος των παραδοχών του Διεθνούς Δικαστηρίου στην υπόθεση των Δικαιοδοτικών Ασυλιών σχετικά με την αυστηρή διάκριση δικονομικών προνομίων και ουσιαστικών παραβιάσεων, η παραγωγή δικαστικών κρίσεων που υπερκεράζουν την κρατική προνομία της ετεροδικίας, δεν μπορεί να επιχειρηθεί χωρίς την έναρξη ενός οριζοντίου διαλόγου μεταξύ εθνικής και διεθνούς νομολογίας. Επομένως, θα ήταν ευχής έργο, η απόφαση του ΕΔ Κερύνειας στην υπόθεση Σολέας κλπ. να επιχειρούσε έναν τέτοιον, έστω άτυπο, διάλογο αναφορικά με τα επιχειρήματα που επικράτησαν στους κόλπους της επίμαχης σύνθεσης του Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαιοσύνης, όταν έκρινε κατά της θεωρίας της κανονιστικής ιεραρχίας· δηλαδή της κάμψης του προνομίου της ετεροδικίας, προς θεραπεία ενός υπέρτερου της κρατικής κυριαρχίας εννόμου αγαθού που έχει αποκτήσει επιτακτική/αναγκαστική (και κανονιστικά υπέρτερη) ισχύ. Δυστυχέστατα, όμως, το ΕΔ όχι μόνον δεν προέβη σε αξιολόγηση της επίμαχης νομολογίας, αλλά παρέβλεψε συλλήβδην το επίμαχο ζήτημα, εξισώνοντας –κατά πρόδηλα εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των επίμαχων κανόνων− τη νομολογία που αφορούσε ιδιωτικές διαφορές μεταξύ Κυπρίων και αλλοδαπών ιδιωτών, φυσικών ή νομικών προσώπων, αναφορικά με περιουσίες που βρίσκονται στην κατεχόμενη ζώνη με μια ουσιωδώς διαφορετική περίσταση. Επεξηγηματικά, το Δικαστήριο μνημόνευσε την υπόθεση Orams (C-420/07, Απόφασης της 28ης Απριλίου 2009) του τότε Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), η οποία όμως αφορούσε μια ιδιωτική αντιδικία μεταξύ του Μελέτιου Αποστολίδη από την κατεχόμενη Λάπηθο της Κερύνειας και του ζεύγους Orams που απέκτησε παρανόμως ακίνητη ιδιοκτησία, η οποία ανήκε στον Αποστολίδη.
Το επίμαχο νομολογιακό περίγραμμα, αν και ιδιαίτερα σημαντικό, ουδεμία σχέση είχε με την υπόθεση που εκκρεμούσε ενώπιον του ΕΔ ένεκα της αγωγής των αδελφών Σολέα. Τούτο δε διότι επί αμιγώς ιδιωτικής αντιδικίας, οι κανόνες του διεθνούς δικαίου σχετικά με τη δικαιοδοτική ασυλία ενός κράτους ούτε ενεργοποιούνται ούτε χρήζουν ερμηνείας και εφαρμογής. Δε συμβαίνει, ωστόσο, το ίδιο όταν ένας ή περισσότεροι ιδιώτες εγείρουν αγωγή ενώπιον των εσωτερικών δικαστηρίων ορισμένης πολιτείας, στρεφόμενοι εναντίον του νομικού προσώπου ενός τρίτου κράτους, όπως ακριβώς έγινε στην επίδικη περίπτωση. Η απόφαση, λοιπόν, του ΕΔ επί της προκείμενης αγωγής όχι μόνον συμφύρει, ως ουκ όφειλε, το νομικό καθεστώς που διέπει την επίμαχη υπόθεση, αλλά και εμπεριέχει νομικό σφάλμα, αναφορικά με τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας, ήτοι της δικαιοδοτικής εξουσίας του επιληφθέντος δικαστηρίου να κρίνει επί της ουσίας της αγωγικής αξίωσης όταν εκείνη έχει ως υπόχρεό της ένα κυρίαρχο κράτος διαφορετικό από το κράτος του forum, ακόμη κι αν τούτο είναι η κατοχική Τουρκία.
Τέλος, έχει ενδιαφέρον η επισήμανση ενός εκ των νομικών παραστατών των εναγόντων για την εκτελεστότητα της εκδοθείσας απόφασης ενώπιον κάθε δικαστηρίου και εντός των κόλπων κάθε έννομης τάξης κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Πρώτα-πρώτα, το Δικαστήριο της ΕΕ (πρώην ΔΕΚ) ήδη στην υπόθεση Λεχουρίτου κλπ. κατά Γερμανίας (C-292/05, Απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2007), στο πλαίσιο προδικαστικού ερωτήματος υποβληθέντος εκ του Εφετείου Πατρών, είχε κρίνει ότι ανάλογες διαφορές κείνται εκτός του γράμματος και της εμβέλειας του τότε κοινοτικού δικαίου (Σύμβασης των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις). Υπό δε το κράτος του ισχύοντος Κανονισμού Βρυξέλλες Ι δις (Καν. 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις) −και συγκεκριμένα του Άρθρου 1 αυτού σχετικά με το sedes materiaeπεδίο εφαρμογής του− συνάγεται με ασφάλεια ότι υποθέσεις που προκύπτουν από ενέργειες επιχειρούμενες jureimperii εκφεύγουν της ρυθμιστικής του εμβέλειας. Μάλιστα, όπως επισημαίνεται ήδη στην ως άνω εναρκτήρια πρόνοια, ο εν λόγω κανονισμός δεν καλύπτει, μεταξύ άλλων, υποθέσεις που αφορούν «την ευθύνη κράτους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση της κρατικής εξουσίας (acta jure imperii)». Επομένως, παραμένει προς διερεύνηση με ποιο νομικό καθεστώς μπορεί να επιτευχθεί η αναγνώριση και εκτέλεση μιας τέτοιας δικαιοδοτικής κρίσης σε οποιοδήποτε, μάλιστα, κράτος-μέλος της ΕΕ, αφ’ ης στιγμής το αντικείμενό της βρίσκεται εκτός του πεδίου εφαρμογής του ενωσιακού νομοθετήματος που διέπει την εν λόγω διαδικασία χορήγησης του exequatur.
Τέλος, ας μη λησμονούμε ότι και αυτός ο Καν. 1215/2012, χορηγεί το δικαίωμα στα κράτη-μέλη να αρνηθούν την εκτέλεση μιας δικαιοδοτικής απόφασης που προήλθε από έτερο κράτος-μέλος, εφόσον εκείνη αντιβαίνει «προδήλως στη δημόσια τάξη του κράτους-μέλους αναγνώρισης ή εκτέλεσης» [Άρθρο 45(1)(α)]· γίνεται, άλλωστε, δεκτό ότι η ως άνω επιφύλαξη υπέρ της (διεθνούς) δημόσιας τάξης καταλαμβάνει και δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί κατά παράβαση των κανόνων του γενικού διεθνούς δικαίου, που αποτελούν, με τρόπο οιονεί αυτόματο, τμήμα της δημόσιας τάξης του forum executionis. Στην υπό κρίση περίπτωση, η απόφαση του ΕΔ όχι μόνον δεν υπεισέρχεται στην προβληματική σχετικά με το εφαρμοστέο εθιμικό διεθνές δίκαιο των δικαιοδοτικών ασυλιών, αλλά και σφάλλει κατά την ερμηνεία και αυτού του ενωσιακού δικαίου. Επομένως, ακόμη κι αν ενέπιπτε (πράγμα που, πάντως, δε συμβαίνει), στη ρυθμιστική εμβέλεια του Καν. 1215/2012, είναι σφόδρα πιθανό η αναγνώριση και εκτέλεσή της να προσέκρουε στην επιφύλαξη δημοσίας τάξεως, ένεκα των νομικών σφαλμάτων που διαλαμβάνει και της εσφαλμένης θεμελίωσης της διεθνούς δικαιοδοσίας του εκδόντος δικαστηρίου.
Προσέτι, με δεδομένο ότι το εφαρμοστέο ενωσιακό δίκαιο δεν καλύπτει τη σχετική περίπτωση, η επιδίωξη της αναγνώρισης και εκτέλεσης σε οποιοδήποτε κράτος (είτε εντός είτε εκτός ΕΕ) θα πρέπει να επιδιωχθεί είτε κατ’ εφαρμογή τυχόν διμερούς ή πολυμερούς διεθνούς σύμβασης (που συνήθως δε θα καλύπτει τις σχετικές διαφορές), είτε με καταφυγή στο εσωτερικό δίκαιο του forum executionis, με παράλληλη εφαρμογή και του εθιμικού διεθνούς δικαίου περί της ασυλίας εκτέλεσης, το οποίο –και τούτο είναι λίαν ανησυχητικό για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των δικαιωθέντων− σαφώς προκρίνει την απόλυτη προστασία της περιουσίας του κυριάρχου κράτους καθ’ ου στρέφεται το αίτημα αναγνώρισης και εκτέλεσης. Επομένως, ακόμη και στην περίπτωση που η επίμαχη απόφαση δεν είχε πληγεί από νομικές πλημμέλειες και δεν αγνοούσε καταφανώς το εφαρμοστέο διεθνές δίκαιο, η αναγνώριση και εκτέλεσή της σε τρίτο κράτος μακράν θα απείχε το να χαρακτηριστεί μια εύκολή ή –πολλώ μάλλον− αυτόματη διαδικασία.
Ολοκληρώνοντας το παρόν σύντομο σχόλιο, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι η επιχειρούμενη ανασκόπηση της απόφασης του ΕΔ Κερύνειας δεν εμπεριέχει επ’ ουδενί ουσιαστική αμφισβήτηση της βασιμότητας των αξιώσεων των εναγόντων ή της δικαιοπολιτικής αξίας αυτής της εξέλιξης. Εκείνο το οποίο ήγειρε σχετική προβληματική και κατέστησε, κατά τη γνώμη του γράφοντος, απαραίτητη την κριτική προσέγγιση της εν λόγω νομολογίας, ήταν η επιτακτική αναγκαιότητα παραγωγής δογματικά συνεπούς κρατικής πρακτικής (εν προκειμένω, δικαστικών αποφάσεων), η οποία θα διασφαλίζει ότι τα δικαιώματα των θυμάτων των κατοχικών εγκλημάτων θηριωδίας δεν θα καταστούν αντικείμενο πολιτικής ή άλλης σπέκουλας, χωρίς όμως –στο τέλος της ημέρας− ουσιαστικό και νομικά εξαναγκαστό περιεχόμενο.
Στο σημείο αυτό δε η υπό κρίση απόφαση φαίνεται να απέτυχε διπλά, καθώς και τη διεθνή δικαιοδοσία θεμελίωσε εσφαλμένα και αντιπαρήλθε άνευ εξέτασης το ιδιαίτερα σοβαρό ζήτημα της δικαιοδοτικής ασυλίας, επί του οποίου το ΕΔ θα μπορούσε να μετάσχει δημιουργικά, συνομιλώντας, με ομόλογα δικαιοδοτικά όργανα εντός του ευρωπαϊκού χώρου που αντιμετώπισαν ανάλογα ζητήματα. Το ΕΔ έχασε την ευκαιρία να διαλεχθεί, μεταξύ άλλων, με το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ιταλίας και την απόφασή του 238/2014, που επιχείρησε να ανασχέσει τα αποτελέσματα της νομολογίας των Δικαιοδοτικών Ασυλιών εντός της ιταλικής συνταγματικής τάξης μέσω της θεωρίας των controlimiti· αρνήθηκε, επίσης, να έρθει σε κοινωνία και με αυτόν τον ελληνικό Άρειο Πάγο και την ιστορική πλέον απόφαση της ολομέλειάς του 11/2000 επί της υπόθεσης του Διστόμου, η οποία εν μέρει προσχώρησε στην (απορριφθείσα πια από το Διεθνές Δικαστήριο) θεωρία της κανονιστικής ιεραρχίας και εν μέρει επικαλέστηκε μια ενδιαφέρουσα έκφανση του θεσμού της κατάχρησης δικαιώματος (κυριαρχικής εξουσίας) εκ μέρους της Γερμανίας ως κατέχουσας δύναμης της Ελλάδος κατά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αντ’ αυτών, το ΕΔ προτίμησε να αναλωθεί στην εσωτερική του δικονομία και την τοπική του αρμοδιότητα, απεμπολώντας το ίδιο την εξουσία του να επανεκκινήσει τον οριζόντιο διάλογο για την αναγκαιότητα αναπροσδιορισμού της σχέσης μεταξύ δικαιοδοτικών ασυλιών και δικαιώματος έννομης θεραπείας των θυμάτων διεθνών εγκλημάτων και κατάφωρων παραβιάσεων των πλέον επιτακτικών διεθνών κανόνων.